-
1 нельзя
нельзя 1) (запрещено) δεν επιτρέπεται 2) (невозможно) δε γίνεται, δεν είναι δυνατό· здесь \нельзя пройти εδώ δεν έχει πέρασμα' \нельзя ли посетить...? μπορώ να επισκεφτώ..; \нельзя! μη!* * *1) ( запрещено) δεν επιτρέπεται2) ( невозможно) δε γίνεται, δεν είναι δυνατόздесь нельзя́ пройти́ — εδώ δεν έχει πέρασμα
нельзя́ ли посети́ть...? — μπορώ να επισκεφτώ..
нельзя́! — μη!